ΔΑΦΝΟΥΛΑ
Με θέα δυο ορμητικούς χείμαρρους, Κέλαδο και Νάλιφο, πνιγμένη μέσα σε σχίνα, πεύκα και δάφνες, η κοινότητα Δαφνούλας ρίζωσε όπως το ομώνυμο δεντρί και δε ξαναμετακινήθηκε από την εποχή των Ορλωφικών. Τόπος κατοικημένος αιώνες πριν, όπως μαρτυρούν κουφάρια ρωμαϊκών λουτρών στο Μαυρόρεμα και βυζαντινά απομεινάρια, ο οικισμός πριν το 1821 μνημονεύονταν με το όνομα Μπάρτζι. Ξέγνοιαστη βουνίσια «βοσκοπούλα» η Δαφνούλα κάνει παρέα χρόνια τώρα, με ένα «Χελιδόνι», οικισμό της και αδέρφι της. Με φυσικό κάλλος χαρακτηριστικό της κεντρικής Πελοποννήσου, δεν έχει ανάγκη φτιασιδώματα. Γοητεύει με την λίθινη βρύση της, την όμορφη πλατεία, τον πετρόχτιστο Αγ. Γιώργη και τα ξωκλήσια της Αγ. Αθανάσιο, Αγ. Θεόδωρους, Παναγίτσα και Αγ. Παντελεήμονα. Γαλήνιοι και οι δύο οικισμοί της Κούτσι και Παλαιοχώρι με τους κατανυκτικούς, Αγ. Κωνσταντίνο και Αγ. Γεώργιο αντίστοιχα. Καμάρι του τόπου το πανηγύρι του Άη Γιώργη, η λαογραφική συλλογή, το κέντρο αναψυχής «Καλπάκι» και ο ιδιαίτερα δραστήριος πολιτιστικός σύλλογος των «Δαφνουλαίων» που κάθε χρόνο του «Σωτήρος» τιμά με εκδηλώσεις, τα μέλη του. «Βλάστησε» η Δαφνούλα πάνω στις αρχαίες πλάκες της περιλάλητης αρκαδικής στράτας που ξεκινούσε από την Αρχαία Αλιφείρα. Ξακουστό για την μαστορική του τελειότητα αυτό το αρχαίο καλντερίμι, αποτέλεσε πορεία ιερών πομπών και αντάμωμα νικητήριων βημάτων Αρκάδων πρωταθλητών, καθώς εδώ τελούνταν οι αρχαιότεροι αθλητικοί αγώνες στην Ελλάδα τα «Λύκεια». Δαφνούλα η δαφνοστόλιστη, η δαφνοστεφανωμένη!
ΔΡΑΓΩΓΙ
Δραγώγι, χτισμένο στα θεμέλια αρχαίου υδραγωγείου, με όνομα παραφθορά του αρχαίου έργου. Απ΄ τις πηγές και τα νάματα αυτού του τόπου, θέλει ο θρύλος να ξεδιψά η γειτονική, Αρχαία Φιγαλεία. Δεν έχει όμως τελειωμό, η σχέση του τόπου με το υγρό στοιχείο. Σκυμμένο πάνω από τα κρυστάλλινα νερά του ποταμού Νέδα, κρυφακούει ακόμη και σήμερα το τραγούδι της ομώνυμης νύμφης που «κελαρύζει» τα περασμένα της μεγαλεία, τότε που γλίτωσε τον νεογέννητο Δία από τα βρεφοκτόνα νύχια του αιμοβόρου πατέρα του, Κρόνου. Γι αυτό και δόθηκε το όνομά της στο ποτάμι, μια και μόνη φορά όνομα θηλυκό, ξεχωριστή τιμή για το ξεχωριστό της θάρρος. Αρματολίκι τρομερό στα χρόνια του ιερού αγώνα, άπαρτο πέρασμα και λημέρι για τα φουσάτα της κλεφτουριάς και άντρο για τα καπετανάτα των «Τζαβελαίγων», το Δραγώγι πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο γένος. Τώρα ειρηνεμένο αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία του, συντροφεμένο τους οικισμούς του, Μπόϊκα και Καστρούγκαινα. Συνορεύοντας με το αρχαίο ιερό βουνό Κωτύλιο το Δραγώγι, είναι χτισμένο κάτω από την σκέπη του περιλάλητου ναού του Επικούρειου Απόλλωνα που στέκει αέναα στη θέση Βάσσαι. Ασύγκριτο έργο ωριμότητας του άφθαστου αρχιτέκτονα Ικτίνου ο «Παρθενώνας της Πελοποννήσου», αποτελεί επιτομή της αρχαίας ακμάζουσας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Εντυπωσιακό αρχαιολογικό μνημείο παγκόσμιας ακτινοβολίας και ανυπολόγιστης αξίας πολιτιστική κληρονομιά για τον τόπο, ο ναός του Απόλλωνα «που στέργει και βοηθά», του Επίκουρου, προκαλεί δέος και κατάπληξη με την αρτιότητά του, το μέγεθος και τη συμμετρία του.
ΘΕΙΣΟΑ
Γλίτωσαν οι νύμφες τον Δία από την μάνητα του αιμοχαρούς Κρόνου, μα της Θεισόας η άδολη προσφορά, δεν έπαψε. Έθρεψε με το γάλα της το νιο βλαστάρι κι έγινε τροφός και παραμάνα του. Έτσι προστάζει ο θρύλος να μνημονεύεται η Θεισόα. Η ιστορία της πρωτοκαταγράφεται από τον Παυσανία, όταν αναφέρει την «επί Λυκαίω Θεισόα παρά τον Ποταμό Μυλάωνα», ως τμήμα της αρχαίας Παρρασίας. Αρχαιολογικά αξιοθέατα της Θεισόας στην κορφή του λόφου της, λείψανα αρχαίας οχύρωσης και πλάι τους σπαράγματα ναού που καταπλήσσουν, καθώς θεωρούνται συνομήλικα και συγγενούς τεχνοτροπίας με του Επίκουρου Απόλλωνα. Πλάι στα αρχαία απομεινάρια, Φράγκοι της Βαρονίας Καρύταινας έχτισαν το οχυρό της Αγίας Ελένης που λαβωμένο αλλά περήφανο, δεσπόζει ακόμα. Μνημείο βυζαντινής αρχιτεκτονικής ο ναός της Παναγίας της Θεισόας με το υπέροχο καμπαναριό και τέμπλο, που προσδοκά την ώρα της αναστήλωσης. Προστάτης του χωριού ο Άγιος Δημήτριος. Νέος, Τούρκος και έμπορος της Πόλης, ο Άγιος Δημήτριος ο Νεομάρτυρας, βαφτίστηκε χριστιανός και αρνούμενος να απαρνηθεί την νέα του πίστη μαρτύρησε στην Τρίπολη. Σαν ξέσπασε η εθνεγερσία, μάχη τρανή δόθηκε, η πρώτη του Αγώνα, στα γειτονικά στενά του Αγίου Αθανασίου και κερδήθηκε απ΄ τους ξεσηκωμένους Έλληνες. Πολλά τα άξια τέκνα της άξιας τούτης γης, με πρώτο και καλύτερο τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο χρόνια Διοικητή της Τραπέζης Ελλάδος, που λέγεται πως με ατρόμητη επιχειρηματολογία ενώπιων του Γερμανικού στρατού, κατάφερε να σώσει μέρος του αποθέματος της Ελληνικής Τραπέζης.
ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟ
Ο λόφος, φέρει οικισμό στην σημερινή θέση του χωριού, από το χίλια περίπου μΧ, όπως συνάγεται από γραπτές πηγές του 1205. Άκμασε κατά την εποχή του Βυζαντίου και συνέχισε την δυναμική του εξέλιξη στους κατοπινούς χρόνους καθώς διεκδικήθηκε και κατοικήθηκε από Ενετούς και Φράγκους. Αναφέρεται ως εύρωστος οικισμός κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ενώ στους χρόνους της επανάστασης του ΄21 έλαμψε ως λημέρι αγωνιστών, όπως άλλωστε ολόκληρη η περιοχή της Αδρίτσαινας. Θρύλος υπάρχει πως το χωριό πρωτοχτίστηκε πάνω σε λόφο πυκνής και άγριας βλάστησης. Βαθύσκιωτα πλατάνια, αιωνόβιες βελανιδιές, πανύψηλες καστανιές και άγρια πουρνάρια κάλυπταν τον δασωμένο λόφο. Το όνομα του παραμένει ακόμη μυστήριο, καθώς καμία από τις εκδοχές που προτάθηκαν δεν κερδίζει έδαφος, έναντι των υπολοίπων. Σύμφωνα με κάποιους, ήταν το επώνυμο του πρώτου οικιστή, Γεωργίου Κουφόπουλου. Άλλοι λένε πως οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής στάθηκαν έκθαμβοι μπροστά σε μια γιγάντια κουφάλα βελανιδιάς, ενώ άλλοι, πως ήταν τόσο θεριεμένα τα δέντρα, που από κάτω δεν βλάσταινε τίποτα και σχηματίζονταν «κούφιος», κενός δηλαδή χώρος. Χωριό κλασσικό αγροτοκτηνοτροφικό της πατρίδας μας, εκτός από γνήσια προϊόντα της μάνας φύσης, προσφέρει απίστευτη θέα, σαν φυσικό παρατηρητήριο. Από το Κουφόπουλο μπορεί κανένας να αγναντέψει αντίκρυ το κάστρο της Ωριάς, πλαγιές με βουερά μελίσσια, αετοράχες και κορφές των γύρω βουνών.
ΛΙΝΙΣΤΑΙΝΑ
Πήρε λένε το όνομά της από τη λύκη, λέξη αρχαία αρκαδική για το φως, μα και γιατί τιμούσε τον «Λύκιο», το γιο του Λυκάονα. Λυκίσταινα προφέρονταν αρχικά και αργότερα Λυνίσταινα η πολιτεία που κουρνιάζει στα 800μ, μια ανάσα από την αρχαία Φιγαλεία. Πόλη τρανή του Φιγαλικού κράτους η «βελανοφόρος», κρατούσε το πέρασμα ανάμεσα στις αντιμαχόμενες Ήλιδα και Σπάρτη, πληρώνοντας τίμημα βαρύ για το βιγλατόρι της στους Λάκωνες. Άνθισε στο Βυζάντιο κι άκμασε στη Φραγκοκρατία, όταν και ξαναχτίστηκε το κάστρο της, ένα από τα 12 που προϋπήρχαν στην Πελοπόννησο. Όταν οι Τούρκοι πρωτοφάνηκαν, στις άγριες μάχες ηρωίδα απαράμιλλη φανερώθηκε η Φιλάνθη κόρη του Καράλη, που προτομή της κοσμεί την πλατεία, ενώ το σπίτι της λίγα χαλάσματα σήμερα, έγινε το πρώτο κοινοτικό σχολείο. Η Λυνίσταινα θα σβήσει στα Ορλωφικά, σίδερο και φωτιά θα την κεράσουνε οι Τούρκοι και «Φονιάς» θα ονομαστεί ο τόπος της σφαγής. Φως και νάματα χαρακτηρίζουν σήμερα τη γη της. 120 πηγές αναβλύζουν στην περιοχή, «Πανώβρυση», «Κατώβρυση», «Κεφαλόβρυσο», «Μαυροπήγαδο»… τέσσερις ιαματικές, στου «Κάστρου», «Γαρδικάκι», στη «Κοκκορεβυθιά της Ρακκαλίνας» και στου «Λύκου τα Παλιάμπελα», ενώ οι Νερόμυλοι των «ΜαρκοΣμυρναίων» και του «Κεφαλόβρυσου» θυμίζουν καιρούς αλλοτινούς. Όσοι περάσουν από την Λυκίσταινα τη φωτισμένη, μη λησμονήσουν έναν περίπατο στο δεντροσκέπαστο ρυάκι του χωριού με τα σκαλισμένα σκαλιά, μια επίσκεψη στο Πνευματικό Κέντρο, στο «Λενικό», τον «Φράγκικο πύργο» και στην πανέμορφη κεντρική πλατεία.
ΜΑΤΕΣΙ
Λάτρης της Αρτέμιδος ο νεαρός Αλφειός, χαίρονταν τις ομορφιές της φύσης και τα άγρια θηράματα στην αρχαία Ολυμπία. Ξάφνου αντάμωσε μια πανώρια κόρη, την Αρέθουσα. Την ερωτεύτηκε τρελά, μα σαν της ζήτησε να παντρευτούν, εκείνη ανυπόταχτη, το σκάσε στη Σικελία. Δε λησμόνησε όμως τον τόπο της και ζούσε με του γυρισμού το σκοτεινό μαράζι. Κάποιος θεός σπλαχνίστηκε τους δυο βασανισμένους. Μεταμόρφωσε την Αρέθουσα σε γάργαρη πηγή, ενώ τον Αλφειό σε ποτάμι ορμητικό, που λένε πως τα νερά του ανταριασμένα προχωρούν στη θάλασσα ίσαμε τη Σικελία. Αφού δεν βρεθήκαν ζωντανοί, να ρέουν τουλάχιστον και να ανταμώνουν υδάτινα, την αγάπη τους. Πλάι στον θρυλικό ερωτοχτυπημένο ποταμό, ο χώρος κατοικήθηκε από την αρχαιότητα. Λείψανα νεκροταφείου Ελληνιστικών χρόνων αποκαλύφθηκαν στο δρόμο Μάτεσι - Θεισόα υπογραμμίζοντας την ιστορικότητα του τόπου. Ωστόσο, το σημερινό Μάτεσι, είναι έργο Ενετών. Σε ονειρεμένο περιβάλλον, με νοστιμότατα οπωροκηπευτικά και την φημισμένη «Ματεσαίϊκη» ελιά, ο τόπος σήμερα αποτελεί κοινό μυστικό και για τους εραστές των extreme sports. Η κατάβαση της κοίτης του Αλφειού, κάνοντας kayak ή rafting, είναι για τους «μυημένους», από τις ωραιότερες και πληρέστερες της Ελλάδας. Ελιές αιωνόβιες, καρυδιές, αμυγδαλιές, πλατάνια και λυγερόκορμες ιτιές, τα πεντακάθαρα νερά του Αλφειού και η ντομπροσύνη των ανθρώπων του, καθιστούν το Μάτεσι τόπο εξαιρετικών αντιθέσεων, καθώς αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, απελευθερώνοντας σώμα και ψυχή!
ΡΟΒΙΑ
Βοσκότοπος ημιορεινός, με όμορφη αγριάδα. Σκηνίτες και νομάδες από τα γύρω βουνίσια χωριά, έχτισαν πρώτη φορά σε τούτη την βουνοπλαγιά, στάνες, στρούγκες και ποιμενικά καλύβια. Βουκολικά τραγούδια, ποιμενικά σφυρίγματα και προστάγματα, γκλίτσες και κάπες τρίχινες γέμισαν τα βοσκοτόπια, σαν άρχισαν να σαλαγάν τα τσελιγκάτα κι αντήχησαν οι αντικρινές βουνοπλαγιές από ζωή και από βελάσματα. Ρόβια, ονόμαζαν τότε τα μαντριά τους οι βοσκοί και όταν αργότερα κάτοικοι από το Μυστρά, από το Σκληρού και από τη Μαρίνα ήρθαν και άρχισαν να καπνίζουν τα πρώτα παραγώνια και να φουρνίζονται οι πρώτες γάστρες, Ρόβια ονόμασαν και το καινούργιο τους χωριό. Δεμένος άμεσα με την κτηνοτροφία και τη γαλακτοκομική παραγωγή ο τόπος αυτός, αποτελεί μια γραφική μικρογραφία της βουκολικής Ελλάδας, με τα χειμαδιά και τα βοσκοτόπια του, τις ραχούλες και τις πλαγιές του, τα νερά και τους λόγγους του. Γλυκιά γιαούρτη, χιονάτο γάλα, αψύ τυρί σε άλμη από τα Ρόβια, μνημονεύουν ακόμα νοστιμάδες και αρώματα που αλλού χάνονται, μεράκια και τεχνικές ποιμενικές παμπάλαιες, που αρχίζουν να εκλείπουν.
ΣΕΚΟΥΛΑ
Κυνηγημένοι από το βόλι της επανάστασης και τη φωτιά του Αγώνα, κατέβηκαν απ΄ τις γύρω ορεινές και κακοτράχαλες περιοχές, φαμίλιες ολόκληρες μετά το ΄21. Ζήλεψαν την ομορφιά του τόπου, λαχτάρησαν τα ολόδροσα νερά του Αλφειού και έχτισαν το χωριό τους εδώ που στέκει σήμερα η Σέκουλα και τα Μπαλέϊκα. Αγάπησαν τα χώματα, σκάψαν τη γη, την πότισαν, την λίπαναν, την δάμασαν με κόπο και ιδρώτα και έγιναν αρχοντονοικοκυραίοι. Φημισμένα ακόμη και σήμερα τα αραποσίτια, το στάρι και τα καλαμπόκια της Σέκουλας, για χρόνια ολόκληρα τα παράκτια καρπερά χωράφια του Αλφειού, έκαναν το χωριό αυτό σιτοβολώνα της Ανδρίτσαινας και τους κατοίκους του γεωργούς, από τους πλέον φημισμένους. Κτήματα ποτιστικά στον παράκτιο Αλφειό, ολόδροσα μποστάνια, μπαξέδες, ελαιώνες και μυρωμένα περιβόλια, συνθέτουν ένα τοπίο μαγευτικό που ημερεύει το μάτι από την αγριάδα της γύρω ορεινής περιοχής με τις φροντισμένες καλλιέργειές του και την ήμερη βλάστηση. Καμάρι της Σέκουλας το διάσημο πέτρινο τοξωτό γεφύρι. Τούτο το λίθινο θεριό ένωνε την επαρχία Ολυμπίας με την γειτονική Γορτυνία και αποτελούσε πέρασμα σημαντικό για την ευρύτερη περιοχή, εδραιώνοντας και διευκολύνοντας τις εμπορικές συναλλαγές των δύο περιοχών και την μεταξύ τους επικοινωνία.
ΦΑΝΑΡΙ
Κουρνιασμένο κάτω από τις προστατευτικές φτερούγες του «Κάστρου της Ωριάς» ή «Κρεπακόρε», το Φανάρι ακούραστα υπακούει στη επιταγή του ονόματός του, φέγγοντας άσβεστα τον δρόμο για πάμπολλες γενιές αγωνιστών. Όρθωσε το ανάστημά του στο Δεσποτάτο του Μυστρά, αντιστάθηκε στους Φράγκους της Καρύταινας, πάλεψε με πάθος τους Ενετούς της Μεθώνης και τέλος ευλογήθηκε να αγναντέψει από το κάστρο του την πρώτη αληθινή μάχη του ΄21. Η Μούσα του λαού, τραγούδι έκαμε την μάχη του Αγίου Αθανασίου, όταν στις 27 του Μάρτη ήρθε η συντριβή των Τούρκων από τα παλληκάρια του Κολοκοτρώνη, στο γειτονικό ομώνυμο στενό. Έμβλημα του Φαναρίου και κόσμημα της Ανδρίτσαινας το Κρεπακόρε, θεμελιώθηκε από τους Φράγκους στα 1300. Στέκει αγέρωχο στη κορυφή της Ζάκουτας στα 1340 μέτρα σε θέση στρατηγική, καθώς οπτικά προσφέρει εποπτεία της γύρω περιοχής και οπτική επαφή με παρακείμενα κάστρα. Στα θεμέλιά του κρύβει λείψανα αρχαίου τείχους της ευρύτερης αρχαίας Αλιφείρας και χρησιμοποιήθηκε σε πολλές φάσεις της ιστορίας, ως οχυρό των γηγενών κατοίκων. Δασωμένες πλαγιές, άγριες ρεματιές, μυρωδάτα περιβόλια, αμπέλια, ελιές και δροσερά μποστάνια, συνθέτουν την σημερινή εικόνα στο Φανάρι. Με όνομα που βγαίνει από το φως, δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς, παρά με μάτια φωτισμένα από καλοσύνη, με ιστορία γεμάτη αγώνες και φωτιά, με χρώμα καθάριο και φωτεινό.